- θυόεσσα
- θυόειςladen with incensefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυόεις — θυόεις, εσσα, εν (Α) [θύος] 1. ο γεμάτος θυμίαμα, ο ευώδης, ο εύοσμος 2. ως κύριο όν. Θυόεσσα επίθ. τής Ελευσίνας … Dictionary of Greek